Ένα από τα μείζονα προβλήματα της δημόσιας υγείας στον αναπτυγμένο και αναπτυσσόμενο κόσμο αποτελεί η παχυσαρκία. Η παχυσαρκία, που ορίζεται ως Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) 30 kg/ m^2, είναι η υπερβολική συσσώρευση λίπους στο σώμα και είναι πιθανό να επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, όπως μεταβολικές, ενδοκρινικές και ψυχολογικές. Είναι ένα χρόνιο και πολυπαραγοντικό νόσημα που συνδέεται και με άλλες χρόνιες παθήσεις, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 και η δυσλιπιδαιμία, αποτελώντας έτσι σημαντικό παράγοντα νοσηρότητας και θνησιμότητας. Τις τελευταίες δεκαετίες, στις δυτικού τύπου κοινωνίες, ο επιπολασμός της παχυσαρκίας έχει αυξηθεί δραματικά, λαμβάνοντας διαστάσεις επιδημίας, με την Ελλάδα να παρουσιάζει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά στην Ευρώπη. Οι μετρήσεις του 2022 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) σχετικά με την παχυσαρκία στην Ευρώπη έδειξαν ότι δύο στους τρεις ενήλικες είναι υπέρβαροι (ΔΜΣ 25kg/ m^2) ή παχύσαρκοι,  με τα ποσοστά να ανέρχονται στο 63% για τους άνδρες και το 54% για τις γυναίκες. Μάλιστα, η έκθεση του ΠΟΥ αναφέρει ότι η παχυσαρκία ευθύνεται για 1,3 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως κάθε χρόνο και προκαλεί 13 διαφορετικά είδη καρκίνου.

            Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι είναι επιτακτική η ανάγκη για την αντιμετώπιση αυτού του καίριου προβλήματος. Ένα από τα γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι η επιδίωξη του γρήγορου και εύκολου τρόπου που οδηγεί στην επίτευξη συγκεκριμένου, κάθε φορά, στόχου. Όπως είναι αναμενόμενο, αυτό φαίνεται και στην προσπάθεια απώλειας βάρους. Συγκεκριμένα, 1 στους 3 υπέρβαρους ή παχύσαρκους ασθενείς, χρησιμοποιεί συμπληρώματα διατροφής για να αδυνατίσει, θέτοντας σε δεύτερη θέση την τροποποίηση των καθημερινών του συνηθειών μέσω της δίαιτας και της άσκησης.Σήμερα, υπάρχουν πολλά χάπια που υπόσχονται απώλεια κιλών μέσω της ενεργοποίησης του μεταβολισμού, της καύσης λίπους, της μείωσης της όρεξης και πολλών ακόμα μηχανισμών. Αξίζει, όμως,  να διερευνηθεί εάν είναι αποτελεσματικά εξετάζοντας το τι δείχνουν οι ερευνητικές μελέτες.

            Η παγκόσμια βιβλιογραφία δεν προσφέρει συστηματικές αποδείξεις αναφορικά με την αποτελεσματικότητα όλων των χαπιών αδυνατίσματος για τον έλεγχο του σωματικού βάρους. Ακόμη όμως κι αυτά που είναι αποτελεσματικά, πρέπει να ελεγχθεί εάν είναι ασφαλής η χρήση τους.Ο έλεγχος της ασφάλειας των φαρμάκων είναι μία χρονοβόρα διαδικασία η οποία απαιτεί πληθώρα κλινικών δοκιμών και εξέταση πολλαπλών παραγόντων κινδύνου. Ακόμα και αν το φάρμακο εγκριθεί και κυκλοφορήσει στην αγορά, απαιτείται η διενέργεια επιπλέον κλινικών δοκιμών, οι οποίες θα στοχεύουν στην επιβεβαίωση της ασφάλειάς του μακροπρόθεσμα.

            Επομένως, η απώλεια βάρους μέσω χαπιών αδυνατίσματος πρόκειται για πεδίο που μαγνητίζει το επιστημονικό, κοινωνικό, αλλά και εμπορικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, προτού προβληματιστούμε για τα φάρμακα που πρωτοεμφανίζονται, ενδιαφέρον έχει μία αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία, που όπως θα φανεί παρακάτω, δεν προσφέρει ελεύθερη πρόσβαση σε ισχυρισμούς ασφαλείας.

            Η προσπάθεια για γρήγορη απώλεια βάρους μέσω φαρμακοθεραπείας  είχε ξεκινήσει ήδη στη δεκαετία του 80’ και του 90’ με τα εξαιρετικά δημοφιλή αλκαλοειδή εφεδρίνης. Τα τελευταία προέρχονται από τηνEphedraSinica ή όπως είναι γνωστό στην Κίνα ‘Μα Χουανγκ’, ένα βότανο που παράγεται στην Ασία. Σε σύγκριση με άλλα παράγωγα της «εφέδρας», η εφεδρίνη περιέχει τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις αλκαλοειδών, στα οποία οφείλονται οι ευεργετικές ιδιότητές της σχετικά με την απώλεια βάρους. Επίσης, ένα αλκαλοειδές της εφέδρας με παρόμοιες ιδιότητες θεωρούταν η ψευδοεφεδρίνη. Η εφεδρίνη σε συνδυασμό με καφεΐνη έχει φανεί ότι ενισχύει το μεταβολισμό, αυξάνει τη θερμογένεση και την καύση του λίπους, γι’ αυτό ο συνδυασμός αυτός χρησιμοποιούταν ευρέως μεταξύ αθλητών. Τα αλκαλοειδή εφεδρίνης και ψευδοεφεδρίνης ενεργοποιούν το Συμπαθητικό Νευρικό Σύστημα διεγείροντας τους αδρενεργικούς υποδοχείς σε όλο το σώμα και επιπλέον επηρεάζουν έμμεσα ή άμεσα το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ), αυξάνουν το ρυθμό της καρδιάς και προωθούν τη θερμιδική δαπάνη συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην απώλεια βάρους. Μέχρι το 2004, υπολογίστηκε ότι πάνω από 12.000.000 Αμερικανοί έλαβαν συμπληρώματα διατροφής που περιείχαν αλκαλοειδή εφεδρίνης προκειμένου να μειώσουν το σωματικό βάρος και να ενισχύσουν το μεταβολισμό τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι οι πρώτες μελέτες για την εφεδρίνη δεν έδειξαν σοβαρές παρενέργειες, αλλά ελαφρά συμπτώματα, όπως ξηρότητα στο στόμα ή μέτρια κόπωση.Ωστόσο, με την διαδεδομένη χρήση της και τις συνεχιζόμενες κλινικές μελέτες παρατηρήθηκε ότι μη ελεγχόμενη λήψη της οδηγούσε σε υπέρταση, νευρολογικά προβλήματα, όπως ζαλάδες,τρέμουλο, ψύχωση αϋπνία και επιπλέον καρδιολογικά προβλήματα όπως ταχυκαρδία, ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο και έμφραγμα του μυοκαρδίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το 2004 ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των Η.Π.Α (FDA) να απαγορεύσει τα συμπληρώματα διατροφής που περιείχαν αλκαλοειδή εφεδρίνης.

            Το 1979 ο Δρ. Michael Weintraub, καθηγητής Κλινικής Φαρμακολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ, δοκίμασε συνδυαστικά φενφλουραμίνη, ένα κατασταλτικό όρεξης με φαιντερμίνη, ένα είδος αμφεταμίνης, το γνωστό φάρμακο fenphen. Ο Δρ. MichaelWeintraub και οι συνεργάτες του πραγματοποίησαν μία τετραετή μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 121 ασθενείς, τα 2/3 των οποίων ήταν γυναίκες. Κατά τη διάρκεια της μελέτης οι ασθενείς έπαιρναν fen-phen ή εικονικά χάπια (placebo). Στο τέλος της μελέτης οι ασθενείς που έπαιρναν fen-phen είχαν χάσει κατά μέσο όρο 30 κιλά. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το fen-phen λειτουργεί ως ανασταλτικό όρεξης, μειώνοντας την πρόσληψη τροφής και συνεισφέροντας έτσι στην απώλεια βάρους (Η μελέτη δημοσιεύτηκε το 1992 στο Clinical Pharmacology & Therapeutics). Μάλιστα,  σύντομα το fen-phen θεωρήθηκε από πολλούς το «μαγικό χάπι» για την επιδημία της παχυσαρκίας και πολλοί ασθενείς προσέφεραν μεγάλα χρηματικά ποσά, προκειμένου ο ιατρός τους να τους το δώσει. Δύο φαρμακευτικές εταιρείες οι Wyeth-Ayerst Laboratories και Interneuron Pharmaceuticals διατύπωσαν την ιδέα για διάθεση στην αγορά της δεξφενφλουραμίνης, ουσίας δραστικότερης από τη φενφλουραμίνη. Το 1996 επιτροπή εμπειρογνώμων του FDA, θεώρησε ότι το φάρμακο αυξάνει τον κίνδυνο πνευμονικής υπέρτασης αλλά επειδή μόνο 1/1.000.000 πάσχει από πνευμονική υπέρταση, δεν κρίθηκε σημαντικός κίνδυνος και έτσι αποφασίστηκε ότι η δεξφενφλουραμίνη είναι ασφαλής και αποτελεσματική για απώλεια βάρους, αναφέροντας ότι απαιτείται προσοχή καθώς οι μελέτες έχουν διαρκέσει μόνο ένα χρόνο.

            Οι αρχικές μελέτες έδειξαν ικανοποιητική αποτελεσματικότητα και όχι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, οδηγώντας την επιστημονική κοινότητα στην βεβαιότητα προτροπής λήψης τους με ασφάλεια. Ωστόσο, οι έρευνες που ακολούθησαν άλλαξαν τα δεδομένα. Το 1997 έρχεται η αρχή του τέλους για το fen-phen, όταν μία 30χρονη γυναίκα πεθαίνει από τη χρήση του φαρμάκου και γίνεται πρωτοσέλιδο στη Boston Herald. Έπειτα από το περιστατικό,ιατροί της MayoClinic αναφέρουν ότι επιπλέον 24 γυναίκες που λάμβαναν φενφλουραμίνη ή δεξφενφλουραμίνη ανέπτυξαν μία σπάνια ανωμαλία της καρδιακής βαλβίδας. Τότε ο FDA, ζήτησε από τους ιατρούς όλης της χώρας να αναφέρουν παρόμοια περιστατικά βαλβιδοπάθειας και γρήγορα συγκεντρώθηκαν πάνω από 100 κρούσματα. Τον ίδιο μήνα, 5 ανεξάρτητα ιατρικά κέντρα ανέφεραν στον FDA ότι είχαν συνολικά εξεταστεί 291 ασθενείς, κυρίως γυναίκες που έπαιρναν ένα από τα δύο φάρμακα και το 1/3 είχε κατεστραμμένες αορτικές ή μιτροειδείς βαλβίδες. Η MayoClinic διενέργησε  οργανωμένη μελέτη για τη σχέση του φαρμάκου με την πνευμονική ανεπάρκεια και δημοσίευσε τα συμπεράσματα στο NEJM(The New England Journalof Medicine). Η δημοσίευση αυτή προκάλεσε πλήθος καταγγελιών και ο FDA αφού εξέτασε τα συμπεράσματα κατέληξε ότι το fen-phen οδηγεί σε πνευμονική ανεπάρκεια και καρδιολογικά προβλήματα, με αποτέλεσμα το 1997 να απαγορεύσει την κυκλοφορία του. Η ένωση δικηγόρων της Αμερικής ζήτησε αποζημίωση από την America Home Products, τον διανομέα της φενφλουραμίνης και της δεξφενφλουραμίνης, ενώ την ίδια εποχή η Wyeth-Ayerst ανακοίνωσε ότι είχε διαθέσει 21,1 δισεκατομμύρια δολάρια για την κάλυψη του κόστους των αγωγών.

            Λίγο αργότερα από το fen-phen, κάνει την εμφάνιση της η σιβουτραμίνη, με την εμπορική ονομασία Reductil. Τα φαρμακευτικά προϊόντα που περιείχαν σιβουτραμίνη είχαν λάβει άδεια κυκλοφορίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) από το 1999. Η σιβουτραμίνη είναι ένα από του στόματος χορηγούμενο φάρμακο διαχείρισης βάρους. Φαίνεται ότι ο μηχανισμός δράσης της οφείλεται στους δραστικούς πρωτοταγείς και δευτεροταγείς μεταβολίτες αμίνης που προκαλούν φυσικές διεργασίες και οδηγούν σε ενίσχυση του κορεσμού και της θερμογένεσης, αναστέλλοντας την επαναπρόσληψη σεροτονίνης, νοραδρεναλίνης και ντοπαμίνης. Η σιβουτραμίνη προκαλεί δοσοεξαρτώμενη απώλεια βάρους με βέλτιστες δόσεις 10 και 15 mg ανά ημέρα. Μελέτες έδειξαν ότι με αυτές τις δόσεις, η απώλεια βάρους ήταν 3-5kg περισσότερη από ότι με εικονικό φάρμακο στις 24 εβδομάδες, ενώ η απώλεια βάρους διατηρούνταν στις 52 εβδομάδες. Μάλιστα, έως τους 6 μήνες το 69% ασθενών που έλαβε θεραπεία με 15mg ανά ημέρα πέτυχε 5% ή και μεγαλύτερη μείωση βάρους. Εκτός αυτού, η σιβουτραμίνη έδειξε και βελτίωση σε παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με το σωματικό βάρος, όπως η μείωση της αναλογίας μέσης/ισχύου, μείωση τριγλυκεριδίων (TGL) και λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDL) καθώς και αύξηση λιποπρωτεΐνης υψηλής πυκνότητας (HDL). Από την άλλη πλευρά ,όταν η σιβουτραμίνη χορηγήθηκε για έως και 12 μήνες σε παχύσαρκους ασθενείς με ή χωρίς υπέρταση, αύξησε στατιστικά σημαντικά την αρτηριακή τους πίεση και τον καρδιακό ρυθμό. Τότε, η Επιτροπή Φαρμάκων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) έκρινε ότι τα οφέλη παρέμεναν μεγαλύτερα από τους κινδύνους που είχαν αναφερθεί, ωστόσο ζήτησε τη διενέργεια της μελέτης SCOUT (Sibutramine CardiovascularOUTcomes). Η μελέτη αυτή, που ξεκίνησε το 2002, περιλάμβανε περίπου 10.000 άτομα και διήρκεσε 6 χρόνια, σύγκρινε τη σιβουτραμίνη με εικονικό φάρμακο και εξέτασε όχι μόνο την απώλεια βάρους αλλά και την εμφάνιση καρδιαγγειακών συμβάντων, όπως η καρδιακή προσβολή, το εγκεφαλικό επεισόδιο και η καρδιακή ανακοπή σε υπέρβαρους ή παχύσαρκους ασθενείς με γνωστή καρδιαγγειακή νόσο ήυψηλό κίνδυνο για αυτήν. Το 2009 η CHMP, εξετάζοντας τα συμπεράσματα από τη μελέτη SCOUT, έκρινε ότι η σιβουτραμίνη αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων, δηλαδή καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού επεισοδίου, σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο. Επιπλέον, έκρινε την απώλεια βάρους μέτρια συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο με τους ασθενείς που λάμβαναν σιβουτραμίνη να έχουν χάσει μόνο 2-4 κιλά παραπάνω. Έτσι, η CHMP κατέληξε ότι τα οφέλη της σιβουτραμίνης δεν υπερτερούν των κινδύνων και το 2010 εισηγήθηκε την αναστολή των αδειών κυκλοφορίας των προϊόντων που περιείχαν σιβουτραμίνη και την απόσυρσή της σε όλη την ΕΕ.

            Το 2006 εγκρίθηκε στην Ευρώπη ένα ακόμη φάρμακο για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας, με τη δραστική ουσία ριμοναμπάτη και το εμπορικό όνομα, Accomplia.Το συγκεκριμένο φάρμακο αποτελεί έναν εκλεκτικό ανταγωνιστή των υποδοχέων κανναβινοειδών-1 που μειώνει την όρεξη και λαμβάνεται ως συμπλήρωμα στη δίαιτα και την άσκηση για τη θεραπεία παχύσαρκων ασθενών ή υπέρβαρων ασθενών με σχετικούς παράγοντες κινδύνου, όπως διαβήτη τύπου 2 ή δυσλιπιδαιμία. Η Accomplia είχε διενεργήσει 4 μελέτες σε περίπου 7.000 υπέρβαρους και παχύσαρκους ασθενείς, οι οποίες έδειξαν ότι οι ασθενείς που λάμβαναν Accomplia έχασαν κατά μέσο όρο 4,9 κιλά περισσότερα από εκείνους που λάμβαναν το εικονικό φάρμακο και ότι το φάρμακο μείωσε επιπλέον τον κίνδυνο ανάκτησης βάρους. Από την αρχή της κυκλοφορίας του, ωστόσο, ήταν γνωστό ότι το Accomplia προκαλεί παρενέργειες ψυχιατρικής φύσης, κυρίως κατάθλιψη. Έπειτα από τη διάδοση του φαρμάκου και τις συνεχιζόμενες κλινικές δοκιμές, η CHMP επιβεβαίωσε ότι υπήρχε κατά προσέγγιση διπλασιασμός του κινδύνου ψυχιατρικών διαταραχών σε παχύσαρκους ή υπέρβαρους ασθενείς συγκριτικά με όσους λάμβαναν το εικονικό φάρμακο και έκρινε ότι αυτές οι ψυχιατρικές διαταραχές εμφανίζονταν συχνότερα από ότι είχε υπολογιστεί στην αρχική αξιολόγηση της Accomplia. Τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το 2009,ο  Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΕΑ) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα οφέλη του Accomplia δεν υπερτερούν των κινδύνων των ψυχιατρικών παρενεργειών του, συμπεριλαμβανόμενης της αυτοκτονίας και το αποσύρει αναστέλλοντας την άδεια κυκλοφορίας του σε ολόκληρη την ΕΕ. Αξιοσημείωτο είναι να αναφερθεί πως το συγκεκριμένο φάρμακο δεν ενέκρινε ποτέ ο FDA και έτσι δεν πήρε ποτέ άδεια κυκλοφορίας στην Αμερική.

            Σήμερα, νέα φάρμακα υποσχόμενα απώλεια βάρους κάνουν την εμφάνισή τους. Ένα από αυτά αποτελεί το Saxenda, που εγκρίθηκε από το FDA το 2014 και επίσης έλαβε άδεια κυκλοφορίας σε ολόκληρη την ΕΕ από τον ΕΜΑ (Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων) το 2015 και έχει ως δραστική ουσία τη λιραγλουτίδη. Η λιραγλουτίδη είναι αγωνιστής υποδοχέα του γλυκανόμορφου πεπτιδίου 1 (GLP-1) και είχε ήδη λάβει άδεια κυκλοφορίας στην ΕΕ με το εμπορικό όνομα, Victoza, φάρμακο που προορίζεται για διαβητικούς ασθενείς. Όταν όλο και περισσότεροι διαβητικοί ασθενείς ξεκίνησαν θεραπεία με Victoza, το οποίο διαφέρει με το Saxenda στη μικρότερη δοσολογία λιραγλουτίδης που περιέχει, παρατηρήθηκε ότι παράλληλα έχαναν βάρος λόγω της επίδρασης της λιραγλουτίδης στην καταστολή της όρεξης. Έτσι, η εταιρεία παραγωγής NovoNordisk μετά από κλινικές δοκιμές αποφάσισε να βγάλει στην κυκλοφορία το Saxenda, με την ίδια δραστική ουσία, τη λιραγλουτίδη, αλλά με διαφοροποίηση στις προσλαμβανόμενες δόσεις ώστε να έχει στόχο την απώλεια βάρους. Οπότε, το Saxenda συμβάλλει στην καθυστερημένη γαστρική κένωση και την καταστολή της όρεξης συνεισφέροντας  στην απώλεια βάρους. Χορηγείται καθημερινά με υποδόρια ένεση, συμπληρωματικά με τη δίαιτα και την άσκηση, σε παχύσαρκους ασθενείς ή σε ασθενείς με ΔΜΣ> 27 και συννοσυρότητες που σχετίζονται με το βάρος, όπως η αρτηριακή πίεση, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 και η δυσλιπιδαιμία. Το Saxenda συγκρίθηκε με εικονικό φάρμακο, παράλληλα με δίαιτα και άσκηση, σε 5 κλινικές δοκιμές διάρκειας έως 56 εβδομάδων όπου συμμετείχαν 5.800 υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ασθενείς. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι με 3mg ανά ημέρα οι ασθενείς μείωσαν το σωματικό τους βάρος κατά 7,5%, συγκριτικά με εκείνους που λάμβαναν εικονικό φάρμακο που μείωσαν το βάρος τους στο 2,3%.

            Ωστόσο, υπάρχουν ανησυχίες για την ασφάλεια της λιραγλουτίδης, οι οποίες αξίζει να αναφερθούν και να εξετάζονται διαρκώς, δεδομένου ότι πολλά φάρμακα, όπως τα προαναφερθέντα, στην αρχή δεν είχαν εκδηλώσει σημαντικούς κινδύνους, όμως στη συνέχεια  αποσύρθηκαν λόγω της επικινδυνότητάς τους. Οι ανησυχίες για την ασφάλεια της λιραγλουτίδης περιλαμβάνουν κυρίως θυρεοειδοπάθεια, οξεία νόσο χοληδόχου κύστης, οξεία παγκρεατίτιδα και αυξημένη καρδιακή συχνότητα. Συγκεκριμένα, το Saxenda έχει ‘boxedwarning’, δηλαδή την αυστηρότερη προειδοποίηση για μία δυνητικά σοβαρή παρενέργεια που εκδίδεται από τον FDA, για καρκίνο του θυρεοειδούς. Έχει παρατηρηθεί πως η λιραγλουτίδη προκαλεί όγκους στα c κύτταρα του θυρεοειδούς αδένα σε αρουραίους και ποντίκια, όμως δεν είναι ακόμα γνωστό αν προκαλεί στον άνθρωπο όγκους στα c κύτταρα του θυρεοειδούς ή μυελικό καρκίνωμα του θυρεοειδούς. Ο μηχανισμός στηρίζεται στην ενεργοποίηση των c κυττάρων του θυρεοειδούς από τους αγωνιστές του υποδοχέα GLP-1, προκαλώντας απελευθέρωση καλσιτονίνης. Εκτός αυτού, σε κλινικές δοκιμές για τη διαχείριση του βάρους, παρατηρήθηκε υψηλότερο ποσοστό περιστατικών χολολιθίασης και χολοκυστίτιδας σε ασθενείς υπό θεραπεία με λιραγλουτίδη, συγκριτικά με ασθενείς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο. Βέβαια, η μείωση του σωματικού βάρους  αποτελεί από μόνη της παράγοντα κινδύνου για χολολιθίαση και άρα χολοκυστίτιδας, ωστόσο οι ασθενείς οφείλουν να είναι ενημερωμένοι για τα συμπτώματα προκειμένου σε συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό τους να διακόψουν τη θεραπεία εφόσον χρειαστεί. Επιπρόσθετα, κατά την χρήση των αγωνιστών του υποδοχέα GLP-1 έχει παρατηρηθεί παροδική αύξηση των παγκρεατικών ενζύμων και σε ορισμένες περιπτώσεις οξεία παγκρεατίτιδα. Μία ακόμη παρενέργεια του Saxenda, όπως συμβαίνει και με άλλα ανάλογα του GLP-1, είναι ότι αυξάνει τους καρδιακούς παλμούς, οι οποίοι επιστρέφουν στην αρχική τιμή τους μετά τη διακοπή της θεραπείας με λιραγλουτίδη. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι το Saxenda προκαλεί δυσφορία στο γαστρεντερικό σύστημα, η οποία εκδηλώνεται με ναυτία, εμετούς, διάρροια, δυσκοιλιότητα και γι’ αυτό πολλοί είναι οι ασθενείς οι οποίοι διακόπτουν τη θεραπεία. Οι ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες του γαστρεντερικού συστήματος ενέχουν κίνδυνο σοβαρής αφυδάτωσης και μάλιστα σε ασθενείς υπό θεραπεία με αγωνιστές του υποδοχέα GLP-1, έχει παρατηρηθεί νεφρική δυσλειτουργία και οξεία νεφρική ανεπάρκεια.

            Ένα ακόμη ανερχόμενο φάρμακο για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας θεωρείται η σεμαγλουτίδη, με την εμπορική ονομασία Ozempic. H σεμαγλουτίδη, που χορηγείται σε εβδομαδιαία βάση με υποδόρια ένεση,προορίζεται για τη θεραπεία των διαβητικών ασθενών και εγκρίθηκε από τοFDA το 2017 και τον ΕΜΑ το 2018. Είναι ένας μακράς δράσης αγωνιστής υποδοχέα GLP-1 με ομολογία 94% με το φυσικό ανθρώπινο GLP-1. Η σεμαγλουτίδη προάγει την έκκριση ινσουλίνης από τα βήτα παγκρεατικά κύτταρα και μειώνει την έκκριση γλυκαγόνης, μειώνοντας έτσι την γλυκόζη νηστείας και τη μεταγευματική γλυκόζη. Πρόσφατα, τον Ιούνιο του 2021, ο FDA ενέκρινε τη σεμαγλουτίδη ως φάρμακο για την απώλεια βάρους. Η άδεια χορήγησής στηρίχτηκε σε μία μεγάλη κλινική μελέτη διάρκειας 68  εβδομάδων. Στη μελέτη συμμετείχαν 1961 ενήλικες με ΔΜΣ 30 kg/ m^2 ή ΔΜΣ 27 kg/ m^2 και συννοσυρότητα που σχετίζεται με το βάρος. Οι εθελοντές κατανεμήθηκαν τυχαία σε υποδόρια χορήγηση 2,4 mg σεμαγλουτίδης ή εικονικό φάρμακο μία φορά την εβδομάδα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς που έλαβαν σεμαγλουτίδη μείωσαν κατά 14,9% το σωματικό τους βάρος, χάνοντας κατά μέσο όρο 15,3 κιλά συγκριτικά με εκείνους που έλαβαν εικονικό φάρμακο, που μείωσαν το βάρος τους μόλις κατά 2,4%, χάνοντας κατά μέσο όρο 2,6 κιλά. Φαίνεται πως η σεμαγλουτίδη προάγει τη μείωση του σωματικού βάρους  καταστέλλοντας την όρεξη μέσω ενός κεντρικού μηχανισμού που περιλαμβάνει τον υποθάλαμο. Αντίθετα, η μείωση της πρόσληψης της τροφής που προκαλείται από το GLP-1 μεσολαβείται κυρίως από ένα περιφερικό μηχανισμό, καθώς το φυσικό GLP-1 έχει αποδειχθεί ότι καθυστερεί τόσο τη γαστρική κένωση, όσο και την κινητικότητα του εντέρου με την ενεργοποίηση μηχανοϋποδοχέων για την παραγωγή σημάτων κορεσμού.

            Βέβαια, όπως με όλα τα φάρμακα η σεμαγλουτίδη προκαλεί κάποιες ανεπιθύμητες ενέργειες που χρήζουν στενής παρακολούθησης, δεδομένου ότι η κυκλοφορία της στην αγορά είναι ιδιαίτερα πρόσφατη και μελέτες για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά της βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες αφορούν σε διαταραχές του πεπτικού συστήματος όπως διάρροια, εμετό και ναυτία. Αμφιβολίες διεγείρονται για την απώλεια βάρους που προκαλούν από μόνα τους τα συγκεκριμένα συμπτώματα, με τις μελέτες ωστόσο να καταλήγουν σε ελάχιστη επίδραση τους στην απώλεια βάρους. Η μελέτη ανέφερε επίσης παρενέργειες που συνδέονται με χολολιθίαση, αποτέλεσμα που έχει προκύψει και από άλλες μελέτες που εξέτασαν ανάλογα του GLP-1. Είναι ενδιαφέρον ότι παρόλο που ο τύπος φαρμάκου στον οποίο ανήκει η σεμαγλουτίδη, δηλαδή αγωνιστών υποδοχέα GLP-1, έχει συνδεθεί με καρκίνο του θυροειδούς, η μελέτη ανέφερε την αυξημένη καλσιτονίνη μόνο ως δευτερεύον αποτέλεσμα.Επιπλέον, σε ορισμένους ασθενείς φάνηκε ότι κατά τη θεραπεία με σεμαγλουτίδη, αυξήθηκε η παγκρεατική λιπάση τους και παρατηρήθηκαν μάλιστα περιστατικά οξείας παγκρεατίτιδας. Όπως αναφέρουν διακεκριμένοι επιστήμονες του χώρου, όπως ο Prof. Keith Frayn, Emeritus Professor Human Metabolism από το University of Oxford και ο Prof. Tom Sanders, Professor Emeritus of Nutrition and Dietetics από το King’s College London στην κριτική τους στο ‘Science MediaCentre’ για τη συγκεκριμένη μελέτη, δεν είναι γνωστό τι συμβαίνει με την επαναπρόσληψη βάρους μακροπρόθεσμα, όταν σταματά η χορήγηση του φαρμάκου ή αν το φάρμακο θα ήταν αποτελεσματικό να ληφθεί για μικρότερη χρονική περίοδο.Η παράμετρος αυτή είναι ιδιαίτερης σημασίας, καθώς αποτελεί κοινή επιστημονική γνώση ότι το σημαντικότερο στον έλεγχο του βάρους και την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι η διατήρηση του απολεσθέντος βάρους.

            Ένα ακόμα θέμα που πρέπει να συνυπολογιστεί στη φαρμακευτική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι ότι τέτοιου είδους προσεγγίσεις, συχνά αποπροσανατολίζουν τους ασθενείς και τους απομακρύνουν από τον πυρήνα της σωστής θεραπείας που είναι η αλλαγή στον τρόπο ζωής, η σωστή και ισορροπημένη διατροφή και η άσκηση. Αυτό συμβαίνει καθώς φυσικά είναι τρόπος περισσότερο χρονοβόρος που απαιτεί πειθαρχεία και συνέπεια. Ωστόσο, αποτελεί βασική προϋπόθεση προς την επίτευξη ενός συνολικά υγιεινού τρόπου ζωής. Η κρυφή αρχική σκέψη «μπορώ να τρώω ότι θέλω και να παίρνω το χάπι μου ή να κάνω την ένεση μου για να χάνω βάρος», σταδιακά γίνεται φανερό άλλοθι υπερφαγίας που μακροπρόθεσμα αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την υγεία.

            Συμπερασματικά, παρακολουθώντας τη βιβλιογραφία και την εξέλιξη της επιστήμης, φαίνεται ότι οι επόμενες γενιές επιστημόνων θα έχουν κι άλλα εργαλεία στο οπλοστάσιό τους για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, πχ  διατροφογενετική ή ίσως και κάποιο χάπι. Τα φάρμακα θα μπορούσαν να αποτελούν σημαντικό όπλο για όλους τους επιστήμονες υγείας  (γιατροί, διαιτολόγοι, γυμναστές, ψυχολόγοι) που ασχολούνται με την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Ωστόσο, το «παρελθόν» της ασφάλειας της φαρμακοθεραπείας μας κάνει επιφυλακτικούς. Με τα σημερινά δεδομένα,  ο πιο αποτελεσματικός και ασφαλής τρόπος για τον έλεγχο βάρους είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής, η υιοθέτηση υγιεινών και ισορροπημένων διατροφικών επιλογών και η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας.

 

Δρ Αναστάσιος Παπαλαζάρου. Διαιτολόγος – Διατροφολόγος. Επιστημονικός συνεργάτης τμήματος Επιστήμης Διατροφής – Διατολογίας, Χαροκόπειο πανεπιστήμιο.

 

Νικη Παπαβασιλείου, Τελειόφοιτη φοιτήτρια του τμήματος Επιστήμης Διατροφής – Διαιτολογίας, Χαροκόπειο πανεπιστήμιο.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.Chao AM, Tronieri JS, Amaro A, Wadden TA. Semaglutide for the treatment of obesity. Trends in Cardiovascular Medicine. Published online December 21, 2021. doi:10.1016/j.tcm.2021.12.008

2.Christou GA, Katsiki N, Blundell J, Fruhbeck G, Kiortsis DN. Semaglutide as a promising antiobesity drug. Obesity Reviews. 2019;20(6):805-815. doi:10.1111/obr.12839

3.Connolly HM, Crary JL, McGoon MD, et al. Valvular Heart Disease Associated with Fenfluramine–Phentermine. New England Journal of Medicine. 1997;337(9):581-588.doi:10.1056/NEJM199708283370901.

4.Fleming RM, Boyd LB. The longitudinal effects of fenfluramine-phentermine use. Angiology. 2007;58(3):353-359. doi:10.1177/0003319707302496

5.Gough SCL. Liraglutide: from clinical trials to clinical practice. Diabetes, Obesity and Metabolism. 2012;14(s2):33-40. doi:10.1111/j.1463-1326.2012.01576.x

6.Mitchell PB, Morris MJ. Depression and anxiety with rimonabant. Lancet. 2007;370(9600):1671-1672. doi:10.1016/S0140-6736(07)61705-X

7.Poston WSC, Foreyt JP. Sibutramine and the management of obesity. Expert OpinPharmacother. 2004;5(3):633-642. doi:10.1517/14656566.5.3.633

8.Torp-Pedersen C, Caterson I, Coutinho W, et al. Cardiovascular responses to weight management and sibutramine in high-risk subjects: an analysis from the SCOUT trial. Eur Heart J. 2007;28(23):2915-2923. doi:10.1093/eurheartj/ehm217

9.Whitten JS. Liraglutide (Saxenda) for Weight Loss. afp. 2016;94(2):161-166.

10.Wilding JPH, Batterham RL, Calanna S, et al. Once-Weekly Semaglutide in Adults with Overweight or Obesity. New England Journal of Medicine. 2021;384(11):989-1002. doi:10.1056/NEJMoa2032183                                                 

11.Yoo HJ, Yoon HY, Yee J, Gwak HS. Effects of Ephedrine-Containing Products on Weight Loss and Lipid Profiles: A Systematic Review and Meta-Analysis of Randomized Controlled Trials. Pharmaceuticals (Basel). 2021;14(11):1198. doi:10.3390/ph14111198