Με τον όρο κετογονική δίαιτα εννοούμε τα διαιτητικά εκείνα προγράμματα που η πρόσληψη υδατανθράκων περιορίζεται σε λιγότερα από 50 γραμμάρια την ημέρα (έως 20 το χαμηλότερο όριο) και η πλειοψηφία των υπόλοιπων θερμίδων προέρχεται από τα λιπαρά. Η φιλοσοφία της συγκεκριμένης δίαιτας στηρίζεται στο γεγονός ότι περιορίζοντας τους διαιτητικούς υδατάνθρακες το σώμα μας αρχικά χρησιμοποιεί τις αποθήκες υδατανθράκων (γλυκογόνο),  ώστε να διατηρήσει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα σταθερά και έπειτα, πολύ σύντομα, ενεργοποιεί και τις αποθήκες λίπους (λιπόλυση),  επιτυγχάνοντας γρήγορη απώλεια βάρους. Επομένως,  το σώμα μας αρχίζει να χρησιμοποιεί ως κύριό του καύσιμο όχι γλυκόζη πλέον, αλλά τα προϊόντα μεταβολισμού του  λίπους που ονομάζονται κετόνες.

Για να δούμε, όμως,  τι λένε τα ερευνητικά δεδομένα. Είναι αποτελεσματική :

Οι κετογονικές δίαιτες είχαν δαιμονοποιηθεί για δεκαετίες, καθώς η εκτεταμένη εφαρμογή τους από τη δεκαετία του ‘70 και μετά και η ελλιπής επιστημονική γνώση για τις μεταβολικές επιπλοκές της δεν ήταν ακόμα πλήρως γνωστές, με αποτέλεσμα να  συσχετιστούν με σοβαρά προβλήματα υγείας. Ωστόσο, από τις  αρχές της περασμένης δεκαετίας ξεκίνησαν να εμφανίζονται μελέτες που άρχισαν να  αναδεικνύουν την υπεροχή αυτών των διαιτών αναφορικά με την απώλεια βάρους. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αδυναμία των υπαρχόντων  προγραμμάτων διατροφής  (κυρίως  χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά) έδωσε στις κετογονικές δίαιτες μια έντονη δημοσιότητα. Πρόσφατη ανασκόπηση κλινικών τυχαιοποιημένων μελετών δείχνει ότι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες (<40 γρ./ημέρα) επιφέρουν καλύτερα αποτελέσματα στην απώλεια βάρους (έχασαν 2.17 κιλά περισσότερα), συγκρινόμενες  με δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά (<30% ενεργειακής πρόσληψης)(MansooretalBrit.J.Nut 2016).

Που οφείλεται

Η υπεροχή των διαιτών χαμηλών σε υδατάνθρακες, όπως η κετογονικη δίαιτα, οφείλεται σε διάφορες παραμέτρους.

Αρχικά, έχει διαπιστωθεί ότι αυξάνουν τον κορεσμό. Πολλές μελέτες δείχνουν ότι η πρωτεΐνη, κυρίως μέσω επίδρασης σε ορμόνες του γαστρεντερικού συστήματος (CKK, PYY, GIP, GLP1) αλλά  επηρεάζοντας και  τα επίπεδα της ινσουλίνης και λεπτίνης, διαμορφώνει το σήμα κορεσμού που στέλνεται στον υποθάλαμο και συμβάλλει αποτελεσματικά στη μείωση της όρεξης (WestmanetalAJCN 2017).

Ένας δεύτερος μηχανισμός σχετίζεται με τη διατήρηση της  μεταβολικά ενεργής  άλιπης μάζας σώματος προάγοντας κυρίως την απώλεια λιπώδους ιστού. Αυτό φαίνεται να είναι το σημαντικότερο πλεονέκτημα, καθώς τόσο  η απώλεια μεταβολικά ενεργού μυϊκού ιστού, όσο και η  χαμηλή διατήρηση και γρήγορη επαναπρόληψη βάρους προκαλούνται από τις απλές υποθερμιδικές δίαιτες. Σε πρόσφατη μετανάλυση συστήνεται ότι σε δίαιτες χαμηλών θερμίδων η πρωτεϊνική πρόσληψη θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 1 gr./kg σωματικού βάρους, ενώ σε άτομα που ασκούνται, παράλληλα,  η πρόσληψη θα πρέπει να ανέβει σε >1.2 gr/kg σωματικού βάρους.

Ωστόσο, τα επιστημονικά  δεδομένα δεν υποστηρίζουν συστηματικά κάποια υπεροχή της σχετικά με τη διατήρηση βάρους. Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι η αρχική μεγάλη απώλεια  βάρους προέρχεται από το νερό που χάνεται (λόγω της  γλυκογονόλυσης, διάσπαση δηλαδή των αποθηκών γλυκογόνου), με αποτέλεσμα πολλές μελέτες να δείχνουν ότι μειονεκτούν έναντι των απλών υποθερμιδικών προγραμμάτων.

Είναι, όμως, επικίνδυνες  για την υγεία;

Όταν η διαιτητική πρόσληψη υδατανθράκων περιορίζεται μεταξύ 20-50 γραμμαρίων / ημέρα,  τότε το σώμα μας βρίσκεται στην κατάσταση διατροφικής κέτωσης (επίπεδα κετόνων στα ούρα  0.5-5 mmol/L). Σε τέτοιες καταστάσεις, το σώμα μας βρίσκεται  πολύ συχνά (νηστεία, ύπνος) και δεν είναι επικίνδυνο.  Παρόλα αυτά, μεγαλύτερος περιορισμός υδατανθράκων  μπορεί  να οδηγήσει σε επικίνδυνα αυξημένα ποσοστά στα ούρα (>10-12 mmol/L) μια κατάσταση που ονομάζεται κετοξέωση και αυτή είναι επικίνδυνη για την υγεία μας. Επιπλέον,  η αυξημένη πρόσληψη  πρωτεΐνης (κυρίως προερχόμενης από μοσχάρι, κοτόπουλο, χοιρινό, αρνί) και η παράλληλη αυξημένη κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών για μεγάλα χρονικά διαστήματα φαίνεται να συμβάλλει στη μείωση του προσδόκιμου ζωής (LancetPublicHealth 2018; 3: e419–28), οδηγώντας την επιστημονική κοινότητα σε εύλογους ενδοιασμούς και συστάσεις για τη μακροχρόνια  χρήση τους.

Επίσης, η έλλειψη δημητριακών και οσπρίων  που  βρίσκονται στη βάση της μεσογειακής πυραμίδας και  πρέπει να καταναλώνονται συχνά, μειώνει την πρόσληψη φυτικών ινών και πρεβιοτικών,  απαραίτητων συστατικών για τη διατήρηση της μικροβιακής  χλωρίδας του εντέρου.

Κρατήστε αυτό  / Συμπέρασμα

Η πλειοψηφία της επιστημονικής κοινότητας συμφωνεί ότι αυτό που τελικά μετρά στην απώλεια βάρους  είναι ο βαθμός συμμόρφωσης στη δίαιτα και οι αλλαγές στον τρόπο που σκεφτόμαστε και συμπεριφερόμαστε στο φαγητό.  Οι κετογονικές δίαιτες θα μπορούσαν να αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του διαιτολόγου προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως  κομμάτι της στρατηγικής  του σε πρόγραμμα απώλεια βάρους. Μακροχρόνια  εφαρμογή της, ειδικά  με τρόφιμα ζωικής προέλευσης  φαίνεται να είναι επικίνδυνη για την υγεία μας.

Δρ Αναστάσιος Παπαλαζάρου
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος